- ἀφιλονείκητος
- ἀφιλονείκητοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀφιλονείκητον — ἀφιλονείκητος masc/fem acc sg ἀφιλονείκητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλονείκητα — ἀφιλονείκητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλονίκητος — η, ο (Α ἀφιλονείκητος, ον) [φιλονικώ] ο αφιλόνικος νεοελλ. ο αδιαφιλονίκητος, ο αναμφισβήτητος … Dictionary of Greek